αναστάτωση

αναστάτωση
[-ις (-εως)] η см. αναστάτωμα

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "αναστάτωση" в других словарях:

  • αναστάτωση — αναστάτωση, η και αναστάτωμα, το, ατος 1. μεγάλη αταξία: Ο αρραβώνας αυτός είχε φέρει μεγάλη αναστάτωση στο σπίτι. 2. μεγάλη ψυχική ταραχή: Αιτία της αναστάτωσής τους ήταν η φήμη ότι ο δρόμος δε θα περνούσε από το χωριό τους …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αναστάτωση — η (Α ἀναστάτωσις) η πράξη και το αποτέλεσμα του αναστατώνω, αναταραχή, αναστάτωμα αρχ. ερήμωση, καταστροφή …   Dictionary of Greek

  • Μακεδονία — Ιστορική γεωγραφική περιοχή (34.203 τ. χλμ., 2.424.764 κάτ.) της Βόρειας Ελλάδας, της οποίας καταλαμβάνει το μεγαλύτερο μέρος. Εκτείνεται μεταξύ της οροσειράς της Πίνδου στα Δ, που τη χωρίζει από την Ήπειρο, και του ποταμού Νέστου στα Α, που τη… …   Dictionary of Greek

  • ανωμαλία — Η έλλειψη ομαλότητας· αναστάτωση, ακαταστασία· εκτροπή από το κανονικό. (Αστρον.) αληθινή α. Η γωνία που σχηματίζει ο μεγάλος άξονας της ελλειπτικής τροχιάς ενός ουράνιου σώματος (πλανήτης, δορυφόρος κλπ.) με την επιβατική ακτίνα του σώματος,… …   Dictionary of Greek

  • κύπρος — I Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Μεσογείου. Βρίσκεται Δ της Συρίας και Ν της Τουρκίας.Η Κ. είναι το τρίτο σε μέγεθος νησί της Μεσογείου και ανήκει γεωγραφικά μεν στη Μικρά Ασία, πολιτικά όμως στην Ευρώπη. Ο πληθυσμός της είναι 80% Ελληνοκύπριοι …   Dictionary of Greek

  • Πελοπόννησος — I Ιστορική και γεωγραφική περιοχή της Ελλάδας, η νοτιότερη και μεγαλύτερη χερσόνησος της χώρας και η νοτιότερη της Ευρώπης. Εκτείνεται μεταξύ των παραλλήλων 38° 20’ (ακρωτήριο Δρέπανο) και 36° 23’ (ακρωτήριο Ταίναρο) και των μεσημβρινών 210° 10’… …   Dictionary of Greek

  • Ρώμη — I (Rome). Όνομα δύο πόλεων των Η.Π.Α. 1. Πρωτεύουσα της περιοχής Ονέιντα, της Πολιτείας της Ν. Υόρκης (44 350 κάτ.). Είναι χτισμένη στις όχθες του ποταμού Μόουχωκ, βορειοδυτικά της Ούτικα. Πρόκειται για βιομηχανικό κέντρο και σιδηροδρομικό κόμβο… …   Dictionary of Greek

  • άλυς — (τουρκ. Κιζίλιρμακ ή Κιζίλ ιρμάκ = κόκκινος χείμαρρος). Ο μεγαλύτερος ποταμός (1.151 χλμ.) της Μικράς Ασίας. Πηγάζει από το Κιοσένταγ, στα όρη μεταξύ Πόντου και Καππαδοκίας, κατευθύνεται ΝΔ και αφού φτάσει περίπου στο κέντρο της Μικράς Ασίας,… …   Dictionary of Greek

  • αγγειοπλαστική — I (Τεχν.).Η κατασκευή αγγείων από πηλό ή άλλη ύλη. Είναι μία από τις αρχαιότερες τέχνες (τα πρώτα αγγεία χρονολογούνται από την 11η χιλιετία π.Χ.). Στην αρχή, η α. σκόπευε να καλύψει απλώς τις οικιακές ανάγκες. Γρήγορα, όμως, αρχίζει η… …   Dictionary of Greek

  • αλλαμπάντα — (I) επίρρ. εγκάρσια, στο πλευρό (επιφώνημα προς τους ναύτες «όρτε αλλαμπάντα»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. alla banda. ΠΑΡ. νεοελλ. ουσ. αλλαμπάντα]. (II) η η επιδρομή τών Αλβανών κατά τα Ορλοφικά 2. διαρπαγή, λαφυραγωγία, πλιάτσικο 3. αναταραχή,… …   Dictionary of Greek

  • ανάστα — επίρρ. σύγχυση, αναστάτωση, άνω κάτω η λ. απαντά σε φράσεις όπως «έγινε το ανάστα ο Θεός ή ανάστα ο Κύριος», «έγιναν όλοι τους ανάστα» κ.ά. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για λ. που αποσπάστηκε από τη φράση του εκκλ. ύμνου «ἀνάστα ὁ Θεὸς κρίνων τὴν γῆν...»] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»